ἀνέστελλον

ἀνέστελλον
ἀναστέλλω
send up
aor ind act 3rd pl
ἀναστέλλω
send up
aor ind act 1st sg
ἀναστέλλω
send up
imperf ind act 3rd pl
ἀναστέλλω
send up
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδιώκω — Α καταδιώκω κάποιον προς τα εμπρός, πολύ μακριά («εἴ τινας προδιώκοντας ἴδοιεν, ἀνέστελλον», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • προεκθέω — Α 1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.) 2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”